- ευαισθητοποιώ
- -έω [ευαισθητοποιός](για την ευαισθητοποιό ουσία) καθιστώ κάτι ευαίσθητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευαισθητοποιώ — ευαισθητοποιώ, ευαισθητοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευαισθητοποιώ — ευαισθητοποίησα, ευαισθητοποιήθηκα, ευαισθητοποιημένος, κάνω κάτι να είναι ευαίσθητο ή γίνομαι ευαίσθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευαισθητοποίηση — η [ευαισθητοποιώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού ευαισθητοποιώ, η όξυνση τών αισθήσεων 2. φρ. «ευαισθητοποίηση τής κοινής γνώμης» ενημέρωση και κινητοποίηση τής κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντιδράσεις για ορισμένο ζήτημα 3. βιολ. η… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ευαισθητοποίηση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ευαισθητοποιώ, το να γίνει κανείς ευαίσθητος. 2. (ιατρ.), φυσική ή τεχνητή ικανότητα του οργανισμού να αντιδρά διαφορετικά σε κάποιο φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)